κήδιστος

κήδιστος
κήδ-ιστος, η, ον, [comp] Sup. formed from κῆδος,
A most worthy of one's care, most cared for, κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il.9.642;

κ. ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Od.10.225

.
II κήδιστοι, οἱ, those nearest allied by marriage, 8.583.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… …   Dictionary of Greek

  • κήδιστος — most worthy of one s care masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδίστων — κήδιστος most worthy of one s care fem gen pl κήδιστος most worthy of one s care masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδίστους — κήδιστος most worthy of one s care masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδιστοι — κήδιστος most worthy of one s care masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

  • k̂ād- : k̂ǝdes- : k̂ǝd-s- —     k̂ād : k̂ǝdes : k̂ǝd s     English meaning: uneasiness, displeasure, hate     Deutsche Übersetzung: ‘seelische Verstimmung; Kummer, Haß”     Note: It derived from Root od 2 (*had ): “disgust, hate” earlier Root od 1 (*had ): “to smell, *have… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”